- οἰστρηλασία
- -ας ἡ N 1 0-0-0-0-1=1 4 Mc 2,4mad passion, impulse; neol.
Lust (λαγνεία). 2014.
Lust (λαγνεία). 2014.
οἰστρηλασίᾳ — οἰστρηλασίᾱͅ , οἰστρηλασία mad passion fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οιστρηλασία — η (Α οἰστρηλασία) [οιστρήλατος] 1. διέγερση σε βαθμό μανίας η οποία οφείλεται σε τσίμπημα οίστρου 2. παράφορο πάθος νεοελλ. ζωηρός ενθουσιασμός, έξαψη … Dictionary of Greek
οιστρηλασία — η 1. διέγερση του τσιμπημένου από τον οίστρο. 2. μτφ., παραφορά, ορμή, έξαψη ενθουσιασμού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
οἰστρηλασίας — οἰστρηλασίᾱς , οἰστρηλασία mad passion fem acc pl οἰστρηλασίᾱς , οἰστρηλασία mad passion fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰστρηλασίαν — οἰστρηλασίᾱν , οἰστρηλασία mad passion fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)